- προαισθανόμενος
- προαισθανόμενος , προαισθάνομαιperceivepres part mid masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαλγώ — έω, Α 1. αισθάνομαι πόνο από πριν, μέ πιάνουν οι πόνοι πριν να συμβεί κάτι («καὶ ὅσαι μὲν τήν ὀσφὺν προαλγοῡσι», Αριστοτ.) 2. αγωνιώ προαισθανόμενος κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀλγῶ «πονώ, υποφέρω»] … Dictionary of Greek
Αυγουστίνος, άγιος — (Ταγκάστη, Βόρεια Αφρική 354 – Ιππών 430 μ.Χ.). Άγιος, πατέρας της καθολικής εκκλησίας. Γεννήθηκε από μητέρα χριστιανή, την αγία Μόνικα, και από πατέρα ειδωλολάτρη, τον δέκαρχο Πατρίκιο, που λέγεται ότι βαφτίστηκε λίγο πριν από τον θάνατό του.… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek